σκευαγωγεῖν

σκευαγωγεῖν
σκευαγωγέω
pack up and carry away goods
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκευαγωγώ — έω, ΜΑ [σκευαγωγός] 1. συγκεντρώνω μαζί τα σκεύη, τά δένω και τά μεταφέρω («τούτῳ πεισθέντες μικρὸν ὕστερον σκευαγωγεῑν ἐκ τῶν ἀγρῶν») 2. μτφ. ανυψώνομαι, ανέρχομαι («σήμερον ἡ ἀνθρώπινος φύσις σκευαγωγεῑται εἰς οὐρανόν», Θεοδ. Αλ.) μσν. λεηλατώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”